Σπαστικότητα
Η σπαστικότητα περιγράφεται ως η εκλεκτική αύξηση του μυϊκού τόνου, των τενόντιων αντανακλάσεων και της μυϊκής αντίστασης σε εξάρτηση από την ταχύτητα στις παθητικές κινήσεις. Αποτελεί μείζον πρόβλημα σε λειτουργικό επίπεδο παρεμποδίζοντας τη φυσιολογική συντονισμένη κίνηση και επιφέροντας παραμορφώσεις στο μυοσκελετικό σύστημα.
Προσβάλλει παιδιά και ενήλικες και αποτελεί κοινό σύμπτωμα πολλών νόσων που παραβλάπτουν τη λειτουργία του ανώτερου κινητικού νευρώνα. Αποτελεί επιπλοκή άλλων παθήσεων όπως : τραυματισμοί νωτιαίου μυελού, κρανιοεγκεφαλική κάκωση, σκλήρυνση κατά πλάκας, εγκεφαλική παράλυση, αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, εξεργασίες νωτιαίου μυελού και άλλων παθήσεων απομυελυνωτικής αιτιολογίας.
Η σπαστικότητα καθηλώνει τα μέλη του ασθενούς σε σταθερή θέση, συχνά πολύ κοντά στον κορμό του ασθενούς. Αυτό δυσχεραίνει όχι μόνο τις κινήσεις αλλά και τη φροντίδα του ασθενούς όπως πλύσιμο, μεταφορά του από το κρεβάτι στο αναπηρικό αμαξίδιο κ.τ.λ.
Παθοφυσιολογία
Ο παθοφυσιολογικός μηχανισμός στη σπαστικότητα βασίζεται στην απώλεια των ανασταλτικών ώσεων από τα ανώτερα κέντρα του κεντρικού νευρικού συστήματος προς το νωτιαίο μυελό. Η σπαστικότητα αποτελεί κοινό κινητικό σημείο πολλών νόσων που παραβλάπτουν την λειτουργία του ανώτερου κινητικού νευρώνα.
Η βλάβη του ανώτερου κινητικού νευρώνα, οδηγεί σε απώλεια του ανασταλτικού ερεθίσματος προς τους α και γ κινητικούς νευρώνες των προσθίων κεράτων του Νωτιαίου μυελού, Η απώλεια της ανασταλτικής δραστηριότητας του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος προς το νωτιαίο μυελό, οδηγεί σε ευερεθιστικότητα των άλφα νευρώνων και σε απώλεια της συντονισμένης δραστηριότητας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες κινητικών κυττάρων των προσθίων κεράτων του νωτιαίου μυελού.Συνέπεια αυτού, είναι η παράλληλη εμφάνιση συσπάσεων ανταγωνιστικών ομάδων μυών ή συσπάσεων σε εγγύς και άπω μυϊκές ομάδες ενός άκρου, αφού η εντολή για σύσπαση μεταδίδεται εύκολα ανάμεσα στις διάφορες προσβεβλημένες αρθρώσεις. Στη σπαστικότητα παρατηρείται ευερεθιστότητα των τενόντιων αντανακλάσεων, με συνέπεια αυτά να εκλύονται ακόμα και μετά από μικρής έντασης ερεθίσματα και να εξελίσσονται σε επώδυνους σπασμούς. Επίσης η χρόνια μυϊκή σύσπαση που προκαλείται από τη σπαστικότητα, οδηγεί σε δομικές αλλοιώσεις των μυών και αρθρώσεων. Συγκεκριμένα, οδηγεί σε μείωση του μεγέθους των μυών, ελάττωση του αριθμού των μυϊκών ινών λόγο αντικατάστασης τους από ινώδη συνδετικό ιστό και σε αγκύλωση των αρθρώσεων.
Ο συνδυασμός του αυξημένου μυϊκού τόνου, των επώδυνων μυϊκών συσπάσεων και της μείωσης του εύρους κίνησης των προσβεβλημένων αρθρώσεων, συμβάλουν σημαντικά στην λειτουργική ανικανότητα των ασθενών αυτών.
Χειρουργική αντιμετώπιση
Η σπαστικότητα, όντας ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, απαιτεί μία πολυσυλλεκτική ομάδα επιστημόνων για την αντιμετώπισή της. Προσεγγίζοντας το πρόβλημα μέσω μιας διεπιστημονικής ομάδας αποκατάστασης που περιλαμβάνει τον νευροχειρουργό, τον νευρολόγο, τον φυσίατρο και το φυσικοθεραπευτή, επιτυγχάνουμε μία ολιστική αξιολόγηση, έναν ακριβή σχεδιασμό του θεραπευτικού προγράμματος, ενώ ταυτόχρονα η ομάδα αποκατάστασης είναι υπεύθυνη να θέσει τούς στόχους τού προγράμματος. Οι θεράποντες ιατροί αξιολογούν το άτομο, σχεδιάζουν το θεραπευτικό πρόγραμμα και θέτουν τούς στόχους λαμβάνοντας υπόψιν και άλλες παραμέτρους όπως τη νοητική κατάσταση, τη γενική κατάσταση της υγείας, την ηλικία και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της οικογένειας. Διατηρώντας μία στενή επαφή, επαναλαμβάνουν αυτή τη διαδικασία σε τακτά χρονικά διαστήματα με σκοπό την αναγνώριση της προόδου (ή την απουσία προόδου) και την τροποποίηση των στόχων και του προγράμματος ανάλογα.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στη συμμετοχή και τη συνεργασία τού ατόμου και της οικογένειας του με τους ιατρούς. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται άριστη συνεργασία του ασθενούς και των συγγενών του με τους θεράποντες ιατρούς τόσο για τη λήψη της θεραπευτικής απόφασης όσο και για τη τακτική παρακολούθηση του ασθενούς.
Ο ασθενής με σπαστικότητα θα αντιμετωπισθεί αρχικά με φαρμακευτική αγωγή. Διάφορες φαρμακευτικές ουσίες χρησιμοποιούνται στην καθημερινή πρακτική όπως βενζοδιαζεπίνες, το δανδρολίνιο, η πιρεκετάμη και η μπακλοφαίνη. Επίσης διάφορες άλλες τεχνικές δύναται να χρησιμοποιηθούν όπως η έγχυση αλλαντικής τοξίνης, οι διατομές νεύρων ακόμη και ορθοπεδικές επεμβάσεις. Στις περιπτώσεις όμως που έχουμε αποτυχία της συντηρητικής θεραπείας είτε λόγω ανθεκτικής σπαστικότητας, είτε λόγω εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών, η ενδοθηκική χορήγηση μπακλοφαίνης αποτελεί μια ασφαλή και με πολύ καλά αποτελέσματα τεχνική. Με την ενδοθηκική χορήγηση του φαρμάκου γίνεται απευθείας έγχυση στην περιοχή όπου είναι απαραίτητο για τη θεραπευτική του δράση, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό τόσο τις μεγάλες δοσολογίες όσο και τη συστηματική τοξικότητα.
Η μπακλοφαίνη είναι η ουσία Παραχλωροφενύλγαμμα αμινοβουτυρικό οξύ, που είναι ένα ανάλογο του γ-Αμινοβουτυρικού οξέως. Η ουσία αυτή δρα ανασταλτικά στους προσυναπτικούς GABA-b υποδοχείς και αναστέλλει την απελευθέρωση ακετυλοχολίνης, μειώνοντας έτσι την διεγερσιμότητα των κινητικών νευρώνων και συνεπώς μειώνοντας την μυϊκή σύσπαση.